βασιλίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βασιλίδα οι βασιλίδες
      γενική της βασιλίδας των βασιλίδων
    αιτιατική τη βασιλίδα τις βασιλίδες
     κλητική βασιλίδα βασιλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασιλίδα < βασιλίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βασιλίδα θηλυκό

  1. η βασίλισσα, συνήθως σε μεταφορική χρήση
    • η βασιλίδα των πόλεων: η Κωνσταντινούπολη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]