βασιλεμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασιλεμός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; βασιλεύω με τη σημασία του δύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλεμός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (ιδιωματικό) το ηλιοβασίλεμα, ο χρόνος της δύσης του ήλιου (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασιλεμός
|