βασιλεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασιλεύς < αρχαία ελληνική βασιλεύς < πρωτοελληνική *gʷatiléus < προελληνική (απαντάται και στις πινακίδες της Γραμμικής Β' ως 𐀣𐀯𐀩𐀄 (qa-si-re-u), με χειλοϋπερωικό φθόγγο αντί του αρχικού χειλικού β)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλεύς αρσενικό
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του βασιλιάς
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά χωρίς κατηγορία
- Ουσιαστικά της καθαρεύουσας
- Λέξεις της καθαρεύουσας