βασιλοπούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βασιλοπούλα | οι | βασιλοπούλες |
γενική | της | βασιλοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | βασιλοπούλα | τις | βασιλοπούλες |
κλητική | βασιλοπούλα | βασιλοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασιλοπούλα < βασιλόπουλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλοπούλα θηλυκό