βασκικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βοσκικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασκικός η βασκική το βασκικό
      γενική του βασκικού της βασκικής του βασκικού
    αιτιατική τον βασκικό τη βασκική το βασκικό
     κλητική βασκικέ βασκική βασκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασκικοί οι βασκικές τα βασκικά
      γενική των βασκικών των βασκικών των βασκικών
    αιτιατική τους βασκικούς τις βασκικές τα βασκικά
     κλητική βασκικοί βασκικές βασκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βασκικός < Βάσκος + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.sciˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σκι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

βασκικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]