βατή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βατῇ, Βατή, Βάτι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βατή θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]