βατήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

αθλήτρια επάνω σε βατήρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βατήρας οι βατήρες
      γενική του βατήρα των βατήρων
    αιτιατική τον βατήρα τους βατήρες
     κλητική βατήρα βατήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βατήρας < αρχαία ελληνική βατήρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βατήρας αρσενικό

  1. είδος βάθρου επιμήκους ή και πεπλατυσμένου, που χρησιμοποιούν οι αθλητές ή και άλλοι
    βατήρας κατάδυσης/βατήρας άλματος/βατήρας εκκίνησης
    βατήρας για ιδιωτική πισίνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]