βατεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βατεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος βατεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
βατεύομαι
- (για ζώο, κυρίως θηλυκό) γονιμοποιούμαι, ζευγαρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατεύομαι
|