βατραχάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βατραχάνθρωπος | οι | βατραχάνθρωποι |
γενική | του | βατραχάνθρωπου & βατραχανθρώπου |
των | βατραχάνθρωπων & βατραχανθρώπων |
αιτιατική | τον | βατραχάνθρωπο | τους | βατραχάνθρωπους & βατραχανθρώπους |
κλητική | βατραχάνθρωπε | βατραχάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βατραχάνθρωπος < βάτραχ(ος) + άνθρωπος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική frogman [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.tɾaˈxan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐τρα‐χάν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βατραχάνθρωπος αρσενικό
- αυτός που έχει εκπαιδευτεί για τη διεξαγωγή υποβρύχιων δραστηριοτήτων
- → δείτε και τη λέξη δύτης
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που διεξάγει στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις που σχετίζονται με τις καταδύσεις και την υποβρύχια κολύμβηση, όπως τοποθέτηση ναρκών σε πλοία, σαμποτάζ λιμενικών εγκαταστάσεων κ.τ.π.
- → δείτε και τη λέξη καταδρομέας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατραχάνθρωπος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βατραχάνθρωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)