βατσιναρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βατσιναρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βατσινάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
βατσιναρισμένος
- ο εμβολιασμένος (παρωχημένη μετοχή αλλά και ρήμα που χρησιμοποιούνται σπανίως)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατσιναρισμένος
|