βαφιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαφιάς | οι | βαφιάδες |
γενική | του | βαφιά | των | βαφιάδων |
αιτιατική | τον | βαφιά | τους | βαφιάδες |
κλητική | βαφιά | βαφιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαφιάς < βαφέας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαφιάς αρσενικό