βαφτίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaˈfti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐φτί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βαφτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος βαφτίζω
- άλλες μορφές: βαπτίζομαι (λογιότερο)