βαφτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαφτίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βαπτίζω με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft]. Συγκρίνετε με το βαπτίζω.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaˈfti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐φτί‐ζω

βαφτίζω, αόρ.: βάφτισα, παθ.φωνή: βαφτίζομαι, π.αόρ.: βαφτίστηκα, μτχ.π.π.: βαφτισμένος

  1. τελώ το μυστήριο της βάφτισης
    ⮡  Θα τη βαφτίσουμε την παράλλη βδομάδα.
  2. δίνω σε κάποιον όνομα κατά την τελετή της βάφτισης
    ⮡  τον βάφτισαν Νίκο
  3. (μεταφορικά) ονομάζω
    ⮡  Τον βάφτισαν μαστροχαλαστή γιατί όλα τα ανοίγει για να δει πώς είναι από μέσα.
     συνώνυμα: ονοματίζω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

→ και δείτε εκφράσεις με το βαπτίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

με βαφτι- ή και με βαπτι-

  • μόνο με βαπτι- → δείτε τη λέξη βαπτίζω

→ και δείτε τη λέξη βάφω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]