βαχ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαχ < (άμεσο δάνειο) τουρκική vah < περσική واه (vāh)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]βαχ
- επιφώνημα που δηλώνει λύπη, θλίψη, απογοήτευση κ.ά.