βαψομαλλιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαψομαλλιάς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαψομαλλιάς αρσενικό (θηλυκό βαψομαλλού)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαψομαλλιάς
|