βγάζω στη φόρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvɣazo sti‿ˈfoɾa/
Έκφραση
[επεξεργασία]βγάζω στη φόρα
- αποκαλύπτω, κάνω κάτι γνωστό σε όλους, συνήθως με σκοπό να ενοχλήσω κάποιον