βδελλοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βδελλοπώλης οι βδελλοπώλες
      γενική του βδελλοπώλη των βδελλοπωλών
    αιτιατική τον βδελλοπώλη τους βδελλοπώλες
     κλητική βδελλοπώλη βδελλοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βδελλοπώλης < βδέλλ(α) + -ο- + -πώλης ( < πωλώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βδελλοπώλης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βδέλλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]