βδομαδιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vðo.maˈðʝa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βδο‐μα‐διά‐ρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βδομαδιάρης αρσενικό
- (χριστιανισμός, μοναστηριακό διακόνημα) μοναχός που εφημερεύει σε κάποιο διακόνημα για χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιερέας που εφημερεύει για μία εβδομάδα
|