βεβαιότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βεβαιότατος | η | βεβαιότατη & βεβαιοτάτη |
το | βεβαιότατο |
γενική | του | βεβαιότατου & βεβαιοτάτου |
της | βεβαιότατης & βεβαιοτάτης |
του | βεβαιότατου & βεβαιοτάτου |
αιτιατική | τον | βεβαιότατο | τη | βεβαιότατη & βεβαιοτάτη |
το | βεβαιότατο |
κλητική | βεβαιότατε | βεβαιότατη & βεβαιοτάτη |
βεβαιότατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βεβαιότατοι | οι | βεβαιότατες | τα | βεβαιότατα |
γενική | των | βεβαιότατων & βεβαιοτάτων |
των | βεβαιότατων & βεβαιοτάτων |
των | βεβαιότατων & βεβαιοτάτων |
αιτιατική | τους | βεβαιότατους & βεβαιοτάτους |
τις | βεβαιότατες | τα | βεβαιότατα |
κλητική | βεβαιότατοι | βεβαιότατες | βεβαιότατα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεβαιότατος < βέβαι(ος) + -ότατος & αρχαία ελληνική βεβαιότατος
Επίθετο[επεξεργασία]
βεβαιότατος, -η, -ο και αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου ή για έμφαση
- υπερθετικός βαθμός του βέβαιος απόλυτα βέβαιος, εκατό τοις εκατό σίγουρος
- —Την είδες με τα μάτια σου; Είσαι βέβαιος; —Βεβαιότατος!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεβαιότατος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βεβαιότατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του βέβαιος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέγιστος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότατος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότατος (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα υπερθετικού βαθμού (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)