βεβαιότητα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | βεβαιότητα | βεβαιότητες |
γενική | βεβαιότητας | βεβαιοτήτων |
αιτιατική | βεβαιότητα | βεβαιότητες |
κλητική | βεβαιότητα | βεβαιότητες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεβαιότητα < αρχαία ελληνική βεβαιότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεβαιότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
- κάτι που θεωρείται βέβαιο