βεζιροπούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βεζυροπούλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεζιροπούλα οι βεζιροπούλες
      γενική της βεζιροπούλας
    αιτιατική τη βεζιροπούλα τις βεζιροπούλες
     κλητική βεζιροπούλα βεζιροπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεζιροπούλα < βεζίρ(ης) + -οπούλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βεζιροπούλα θηλυκό, αρσενικό: βεζιρόπουλο

  1. η κόρη ενός βεζίρη
  2. φιγούρα του ελληνικού Καραγκιόζη (θέατρο σκιών)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • όταν η αναφορά είναι στο πρόσωπο του θεάτρου σκιών, συχνά η λέξη γράφεται με αρχικό κεφαλαίο, Βεζιροπούλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]