βεηλέρβεης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεηλέρβεης < τουρκική beylerbeyi < οθωμανική τουρκική بكلربكی (beylerbeyi, μπεηλέρμπεης)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεηλέρβεης αρσενικό
- (ιστορία) (Τουρκοκρατία) άλλη μορφή του μπεηλέρμπεης
- ※ Γεννηθεὶς ἐν Λαρίσῃ (1670) ὁ Τοπὰλ Ὀσμάν, ἔν ἔτει 1694 διωρίσθη βεηλέρβεης, καὶ μετὰ δύο ἔτη σταλεὶς ὑπὸ τοῦ σουλτάνου εἰς Αἴγυπτον συνελήφθη περὶ τὴν Δαμιέτην ὑπὸ Ἰσπανοῦ πειρατοῦ καὶ ἀπήχθη εἰς Μελίτην.» (Κωνσταντίνος Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ἑλλάς: ἱστορικὸν δοκίμιον περὶ τῶν πρὸς ἀποτίναξιν τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ ἐπαναστάσεων τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (1453–1821), ἐκ τῆς Τυπογραφίας τῶν τέκνων Ἀνδρέου Κορομηλᾶ, Αθήνα 1869, σελ. 444.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεηλέρβεης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)