βελέσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βελέσι, Βέλεσι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βελέσι τα βελέσια
      γενική του βελεσιού των βελεσιών
    αιτιατική το βελέσι τα βελέσια
     κλητική βελέσι βελέσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βελέσι < (άμεσο δάνειο) βενετική valessio[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βελέσι ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • σέρνεται απ' το βελέσι της: η γυναίκα του τον κάνει ό,τι θέλει

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]