βελονωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βελονωτός
- (σπάνιο) άλλη μορφή του βελονοειδής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βελόνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βελονωτός
|