βελονωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βελονωτός η βελονωτή το βελονωτό
      γενική του βελονωτού της βελονωτής του βελονωτού
    αιτιατική τον βελονωτό τη βελονωτή το βελονωτό
     κλητική βελονωτέ βελονωτή βελονωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βελονωτοί οι βελονωτές τα βελονωτά
      γενική των βελονωτών των βελονωτών των βελονωτών
    αιτιατική τους βελονωτούς τις βελονωτές τα βελονωτά
     κλητική βελονωτοί βελονωτές βελονωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βελονωτός < βελόνα + -ωτός

Επίθετο[επεξεργασία]

βελονωτός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]