βενζοδιαζεπίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βενζοδιαζεπίνη οι βενζοδιαζεπίνες
      γενική της βενζοδιαζεπίνης των βενζοδιαζεπινών
    αιτιατική τη βενζοδιαζεπίνη τις βενζοδιαζεπίνες
     κλητική βενζοδιαζεπίνη βενζοδιαζεπίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βενζοδιαζεπίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική benzodiazepine < benzoin (< ισπανική benjuí < αραβική لُبَان جَاوِيّ (lubān jāwiyy)) +‎ diazepine (< azepine < az- + -epine < hepta- (< αρχαία ελληνική ἑπτά) + -ine)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βενζοδιαζεπίνη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]