βερβερίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βερβερίτσα οι βερβερίτσες
      γενική της βερβερίτσας
    αιτιατική τη βερβερίτσα τις βερβερίτσες
     κλητική βερβερίτσα βερβερίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βερβερίτσα < σλαβική веверица / верверица

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βερβερίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]