βερμπαλίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βερμπαλίστρια οι βερμπαλίστριες
      γενική της βερμπαλίστριας των βερμπαλιστριών
    αιτιατική τη βερμπαλίστρια τις βερμπαλίστριες
     κλητική βερμπαλίστρια βερμπαλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βερμπαλίστρια < βερμπαλισ(τής) + -τρια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /veɾ.baˈli.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βερ‐μπα‐λί‐στρι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βερμπαλίστρια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βερμπαλιστής