βερνίκωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βερνίκωμα τα βερνικώματα
      γενική του βερνικώματος των βερνικωμάτων
    αιτιατική το βερνίκωμα τα βερνικώματα
     κλητική βερνίκωμα βερνικώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βερνίκωμα < βερνικώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βερνίκωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]