βεσπάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βεσπάκι τα βεσπάκια
      γενική
    αιτιατική το βεσπάκι τα βεσπάκια
     κλητική βεσπάκι βεσπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεσπάκι < βέσπα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βεσπάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βέσπα