βηματάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βηματάρης αρσενικό
- (χριστιανισμός, μοναστηριακό διακόνημα) μοναχός που είναι υπεύθυνος για το Άγιο Βήμα σε καθολικό ή άλλη μοναστηριακή εκκλησία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βηματάρης
|