βημόθυρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βημόθυρον < βῆμα + θύρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βημόθυρον ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό βημόθυρα
- (χριστιανισμός, αρχιτεκτονική) το βημόθυρο, η Ωραία Πύλη
Πηγές[επεξεργασία]
- βημόθυρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].