βησιγοτθικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βησιγοτθικός < Βησιγότθος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βησιγοτθικός, -ή, -ό
- που ανήκει ή αναφέρεται στους Βησιγότθους