βιάσου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

προστακτική[επεξεργασία]

  1. κάνε γρήγορα
  2. (χυδαίο), (με διαχωρισμένο ι και α κατά την προφορά) πέσε θύμα βιασμού (μεταφορική χρήση ως βρισιά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  • αγγλικά : κάνε γρήγορα, ξεκίνα: get cracking, you'd better get cracking*· βρισιά: go fuck yourself