βιαία προσαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αναθεώρηση : Ο ορισμός δεν είναι σαφής. Η έννοια είναι υπώνυμο του 1ου ορισμού της προσαγωγής. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βιαία προσαγωγή θηλυκό
- (νομικός όρος): καταναγκαστικό μέτρο κατά μη εμφανιζόμενου μάρτυρα σε δίκη που είχε κληθεί νόμιμα, σε προδικαστικό στάδιο και η απουσία του δεν οφειλόταν σε νόμιμο κώλυμα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιαία προσαγωγή
|