βιαιοπραγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιαιοπραγώ < βία + -ο- + πράττω

βιαιοπραγώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]