βιαιότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βῐαιοτητ-
ονομαστική βιαιότης αἱ βιαιότητες
      γενική τῆς βιαιότητος τῶν βιαιοτήτων
      δοτική τῇ βιαιότητ ταῖς βιαιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν βιαιότητ τὰς βιαιότητᾰς
     κλητική ! βιαιότης βιαιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιαιότητε
γεν-δοτ τοῖν  βιαιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιαιότης < βίαιο(ς) + -της < βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιαιότης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]