βιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιασμός οι βιασμοί
      γενική του βιασμού των βιασμών
    αιτιατική τον βιασμό τους βιασμούς
     κλητική βιασμέ βιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βιασμός (βία)[1] < αρχαία ελληνική βιάζω < βία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐α‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιασμός αρσενικό

  1. ο εξαναγκασμός ενός ατόμου σε σεξουαλική συνεύρεση ενάντια στη θέλησή του
  2. (μεταφορικά) η κακοποίηση
    ο βιασμός της ελληνικής γλώσσας

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]