βιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | βιαστής | βιαστές |
γενική | βιαστή | βιαστών |
αιτιατική | βιαστή | βιαστές |
κλητική | βιαστή | βιαστές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιαστής < ελληνιστική κοινή βιαστής < αρχαία ελληνική βιάζω < βία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷeih₃w- (ζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.a.ˈstis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιαστής αρσενικό
- αυτός που βιάζει, που εξαναγκάζει άλλο άτομο σε σεξουαλική πράξη, που διαπράττει βιασμό
- αυτός που φέρεται με βία, που υποχρεώνει κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
- αυτός που βιάζει κάποιον μηχανισμό, πόρτα ή παράθυρο με βία