Μετάβαση στο περιεχόμενο

βιβλιοδετική

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιβλιοδετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου βιβλιοδετικός (βιβλιοδετική τέχνη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιβλιοδετική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βιβλιοδετική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]