βιβλιοδετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιβλιοδετώ < βιβλιοδέτης
Ρήμα[επεξεργασία]
βιβλιοδετώ
- δένω ένα βιβλίο, συρράπτω τις σελίδες ή τα τεύχη που το αποτελούν και κατασκευάζω τη ράχη και το εξώφυλλό του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιβλιοδετώ
|