βιβλιοπωλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιβλιοπωλικός < βιβλιοπώλης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βιβλιοπωλικός, -ική, -ικό
- σχετικός με τους βιβλιοπώλες ή τα βιβιβλιοπωλεία
- Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για τις νέες βιβλιοπωλικές επιχειρήσεις. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βιβλιοπωλείο
- βιβλιοπώλης
- → δείτε τις λέξεις βιβλίο και πωλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιβλιοπωλικός
|