βιβλιοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιβλιοπώλης < αρχαία ελληνική βιβλιοπώλης < βιβλιο- + -πώλης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιβλιοπώλης αρσενικό (θηλυκό βιβλιοπώλισσα)
- ο έμπορος που πουλάει βιβλία, αυτός που διατηρεί βιβλιοπωλείο
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις βιβλίο και πουλάω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λαχειοπώλης'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιβλιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πώλης (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)