βιβλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιβλισμός οι βιβλισμοί
      γενική του βιβλισμού των βιβλισμών
    αιτιατική τον βιβλισμό τους βιβλισμούς
     κλητική βιβλισμέ βιβλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιβλισμός < Βίβλος + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιβλισμός αρσενικό

  • οι γλωσσικές και λεκτικές ιδιοτυπίες που απαντούν στην Βίβλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]