βιγλατόρισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιγλατόρισσα οι βιγλατόρισσες
      γενική της βιγλατόρισσας
    αιτιατική τη βιγλατόρισσα τις βιγλατόρισσες
     κλητική βιγλατόρισσα βιγλατόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιγλατόρισσα < βιγλάτορ(ας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιγλατόρισσα, θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βιγλάτορας