βιετναμέζικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιετναμέζικος η βιετναμέζικη το βιετναμέζικο
      γενική του βιετναμέζικου της βιετναμέζικης του βιετναμέζικου
    αιτιατική τον βιετναμέζικο τη βιετναμέζικη το βιετναμέζικο
     κλητική βιετναμέζικε βιετναμέζικη βιετναμέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιετναμέζικοι οι βιετναμέζικες τα βιετναμέζικα
      γενική των βιετναμέζικων των βιετναμέζικων των βιετναμέζικων
    αιτιατική τους βιετναμέζικους τις βιετναμέζικες τα βιετναμέζικα
     κλητική βιετναμέζικοι βιετναμέζικες βιετναμέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιετναμέζικος < Βιετνάμ

Επίθετο[επεξεργασία]

βιετναμέζικος, -η, -ο

Παράγωγα[επεξεργασία]