βικαριάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βικαριάτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βικαριάτο ουδέτερο
- έδρα καθολικού αρχιεπισκόπου (αρχιεπισκοπής), έδρα καθολικού αποστολικού τοποτηρητή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βικαριάτο
|