βιμπράφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιμπράφωνο | τα | βιμπράφωνα |
γενική | του | βιμπράφωνου & βιμπραφώνου |
των | βιμπράφωνων & βιμπραφώνων |
αιτιατική | το | βιμπράφωνο | τα | βιμπράφωνα |
κλητική | βιμπράφωνο | βιμπράφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιμπράφωνο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vibraphone ή γαλλική vibraphone < vibrato + -phone -φωνο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιμπράφωνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) κρουστό μουσικό όργανο που μοιάζει με μεταλλόφωνο, αλλά κάθε πλάκα που παράγει ήχο συνδέεται με ειδικό αντηχείο, που δίνει στον ήχο ένα χαρακτηριστικό βιμπράτο. Παίζεται με μπαγκέτες
[επεξεργασία]
- βιμπραφόν (με γαλλική προφορά)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
βιμπράφωνο στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ξυλόφωνο
- μεταλλόφωνο
- μαρίμπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιμπράφωνο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)