βιντεογράφηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιντεογράφηση οι βιντεογραφήσεις
      γενική της βιντεογράφησης* των βιντεογραφήσεων
    αιτιατική τη βιντεογράφηση τις βιντεογραφήσεις
     κλητική βιντεογράφηση βιντεογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιντεογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιντεογράφηση < βίντεο + -ο- + -γράφηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιντεογράφηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]