βιντεοσκοπούμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βιντεοσκοπούμε
- α' πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος βιντεοσκοπώ
Δείτε επίσης : βιντεοσκοπούμαι |
βιντεοσκοπούμε