βινυλικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]βινυλικός
- που έχει σχέση με το βινύλιο, αναφέρεται σ’ αυτό ή είναι κατασκευασμένος απ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βινυλικός
|